Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
κῶς
κῶς2
κώταλις
κώταλος
κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
κωφάω
κωφεία
κωφεύω
View word page
κῶς2
[Ion. how > πῶς]

ShortDef

Cos
public prison
[Ion. how > πῶς]

Debugging

Headword:
κῶς2
Headword (normalized):
κῶς
Headword (normalized/stripped):
κως2
IDX:
51711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51712
Key:

Data

{'content': '[Ion. how > πῶς]'}