Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωρισμός
Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
κῶς
κῶς2
κώταλις
κώταλος
κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
κωφάω
κωφεία
View word page
κῶς
public prison
ShortDef
Cos
public prison
[Ion. how > πῶς]
Debugging
Headword:
κῶς
Headword (normalized):
κῶς
Headword (normalized/stripped):
κως
IDX:
51710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51711
Key:
Data
{'content': 'public prison'}