Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώριον
κωρισμός
Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
κῶς
κῶς2
κώταλις
κώταλος
κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
κωφάω
View word page
Κῶς
Cos

ShortDef

Cos
public prison
[Ion. how > πῶς]

Debugging

Headword:
Κῶς
Headword (normalized):
κῶς
Headword (normalized/stripped):
κως
IDX:
51709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51710
Key:

Data

{'content': 'Cos'}