Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωραλλεύς
κώριον
κωρισμός
Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
κῶς
κῶς2
κώταλις
κώταλος
κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
View word page
κωρυκώδης
like a sack
ShortDef
like a sack
Debugging
Headword:
κωρυκώδης
Headword (normalized):
κωρυκώδης
Headword (normalized/stripped):
κωρυκωδης
IDX:
51708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51709
Key:
Data
{'content': 'like a sack'}