Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωποπώλης
κωπώ
κωραλλεύς
κώριον
κωρισμός
Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
κῶς
κῶς2
κώταλις
κώταλος
κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
View word page
κώρυκος
a leathern sack

ShortDef

a leathern sack
Corycus, a promontory of Cilicia (among others)

Debugging

Headword:
κώρυκος
Headword (normalized):
κώρυκος
Headword (normalized/stripped):
κωρυκος
IDX:
51706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51707
Key:

Data

{'content': 'a leathern sack'}