Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωπηλατικός
κωπήλατος
κωπήρης
κωπίον
κωποξύστης
κωποπώλης
κωπώ
κωραλλεύς
κώριον
κωρισμός
Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
κῶς
κῶς2
View word page
Κωρυκαῖος
of Corycos, someone who eavesdrops
ShortDef
of Corycos, someone who eavesdrops
Debugging
Headword:
Κωρυκαῖος
Headword (normalized):
κωρυκαῖος
Headword (normalized/stripped):
κωρυκαιος
IDX:
51701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51702
Key:
Data
{'content': 'of Corycos, someone who eavesdrops'}