Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κωπηλατικός
κωπήλατος
κωπήρης
κωπίον
κωποξύστης
κωποπώλης
κωπώ
κωραλλεύς
κώριον
κωρισμός
Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
View word page
κώριον
a little girl
ShortDef
a little girl
Debugging
Headword:
κώριον
Headword (normalized):
κώριον
Headword (normalized/stripped):
κωριον
IDX:
51699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51700
Key:
Data
{'content': 'a little girl'}