Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
View word page
ἀγκυλοχήλης
with crooked claws

ShortDef

with crooked claws

Debugging

Headword:
ἀγκυλοχήλης
Headword (normalized):
ἀγκυλοχήλης
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοχηλης
IDX:
516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-517
Key:

Data

{'content': 'with crooked claws'}