Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωπήεις
κωπηλασία
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κωπηλατικός
κωπήλατος
κωπήρης
κωπίον
κωποξύστης
κωποπώλης
κωπώ
κωραλλεύς
κώριον
κωρισμός
Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
View word page
κωπώ
wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia
ShortDef
wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia
Debugging
Headword:
κωπώ
Headword (normalized):
κωπώ
Headword (normalized/stripped):
κωπω
IDX:
51697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51698
Key:
Data
{'content': 'wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia'}