Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωπεύω
κωπέω
κώπη
κωπήεις
κωπηλασία
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κωπηλατικός
κωπήλατος
κωπήρης
κωπίον
κωποξύστης
κωποπώλης
κωπώ
κωραλλεύς
κώριον
κωρισμός
Κωρυκαῖος
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
View word page
κωπίον
Dim. of κώπη, oar

ShortDef

Dim. of κώπη, oar

Debugging

Headword:
κωπίον
Headword (normalized):
κωπίον
Headword (normalized/stripped):
κωπιον
IDX:
51694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51695
Key:

Data

{'content': 'Dim. of κώπη, oar'}