Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κωνωποσφράντης
κώνωψ
κῶος
Κῷος
κώπα
Κῶπαι
κώπαιον
Κωπαΐς
κωπεύς
κωπεύω
κωπέω
κώπη
κωπήεις
κωπηλασία
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κωπηλατικός
κωπήλατος
κωπήρης
κωπίον
κωποξύστης
View word page
κωπέω
furnish with oars

ShortDef

furnish with oars

Debugging

Headword:
κωπέω
Headword (normalized):
κωπέω
Headword (normalized/stripped):
κωπεω
IDX:
51685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51686
Key:

Data

{'content': 'furnish with oars'}