Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
κωνωπεῖον
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
Κωνωποσφράντης
κώνωψ
κῶος
Κῷος
κώπα
Κῶπαι
κώπαιον
Κωπαΐς
κωπεύς
κωπεύω
κωπέω
κώπη
κωπήεις
View word page
κῶος
caves, dens

ShortDef

caves, dens

Debugging

Headword:
κῶος
Headword (normalized):
κῶος
Headword (normalized/stripped):
κωος
IDX:
51677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51678
Key:

Data

{'content': 'caves, dens'}