Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
κωνωπεῖον
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
Κωνωποσφράντης
κώνωψ
κῶος
Κῷος
κώπα
View word page
κωνοφόρος
bearing a cone
ShortDef
bearing a cone
Debugging
Headword:
κωνοφόρος
Headword (normalized):
κωνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κωνοφορος
IDX:
51669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51670
Key:
Data
{'content': 'bearing a cone'}