Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
κωνωπεῖον
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
Κωνωποσφράντης
κώνωψ
κῶος
Κῷος
View word page
κωνοτομέω
to make a conic section

ShortDef

to make a conic section

Debugging

Headword:
κωνοτομέω
Headword (normalized):
κωνοτομέω
Headword (normalized/stripped):
κωνοτομεω
IDX:
51668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51669
Key:

Data

{'content': 'to make a conic section'}