Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
κωνωπεῖον
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
Κωνωποσφράντης
κώνωψ
κῶος
View word page
κῶνος
pine cone, cone; (f) pine tree
ShortDef
pine cone, cone; (f) pine tree
Debugging
Headword:
κῶνος
Headword (normalized):
κῶνος
Headword (normalized/stripped):
κωνος
IDX:
51667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51668
Key:
Data
{'content': 'pine cone, cone; (f) pine tree'}