Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
κωνωπεῖον
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
Κωνωποσφράντης
κώνωψ
View word page
κωνόκαρπος
pine-cone

ShortDef

pine-cone

Debugging

Headword:
κωνόκαρπος
Headword (normalized):
κωνόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
κωνοκαρπος
IDX:
51666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51667
Key:

Data

{'content': 'pine-cone'}