Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
κωνωπεῖον
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
Κωνωποσφράντης
View word page
κωνοειδής
conical

ShortDef

conical

Debugging

Headword:
κωνοειδής
Headword (normalized):
κωνοειδής
Headword (normalized/stripped):
κωνοειδης
IDX:
51665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51666
Key:

Data

{'content': 'conical'}