Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
κωνωπεῖον
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
View word page
κωνῖτις
extracted from pine-cones
ShortDef
extracted from pine-cones
Debugging
Headword:
κωνῖτις
Headword (normalized):
κωνῖτις
Headword (normalized/stripped):
κωνιτις
IDX:
51664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51665
Key:
Data
{'content': 'extracted from pine-cones'}