Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
κωνωπεῖον
κωνώπιον
κωνωποειδής
View word page
κωνίον
a small cone
ShortDef
a small cone
Debugging
Headword:
κωνίον
Headword (normalized):
κωνίον
Headword (normalized/stripped):
κωνιον
IDX:
51663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51664
Key:
Data
{'content': 'a small cone'}