Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
Κωνσεντία
View word page
κωνητικός
for pitching
ShortDef
for pitching
Debugging
Headword:
κωνητικός
Headword (normalized):
κωνητικός
Headword (normalized/stripped):
κωνητικος
IDX:
51660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51661
Key:
Data
{'content': 'for pitching'}