Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
View word page
κώνησις
pitching

ShortDef

pitching

Debugging

Headword:
κώνησις
Headword (normalized):
κώνησις
Headword (normalized/stripped):
κωνησις
IDX:
51659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51660
Key:

Data

{'content': 'pitching'}