Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
κωνοτομέω
View word page
κώνειον
hemlock

ShortDef

hemlock

Debugging

Headword:
κώνειον
Headword (normalized):
κώνειον
Headword (normalized/stripped):
κωνειον
IDX:
51658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51659
Key:

Data

{'content': 'hemlock'}