Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κῶνος
View word page
κωνειάζομαι
to be dosed with hemlock

ShortDef

to be dosed with hemlock

Debugging

Headword:
κωνειάζομαι
Headword (normalized):
κωνειάζομαι
Headword (normalized/stripped):
κωνειαζομαι
IDX:
51657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51658
Key:

Data

{'content': 'to be dosed with hemlock'}