Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
View word page
κωμῳδοποιός
a maker of comedies, comic poet
ShortDef
a maker of comedies, comic poet
Debugging
Headword:
κωμῳδοποιός
Headword (normalized):
κωμῳδοποιός
Headword (normalized/stripped):
κωμωδοποιος
IDX:
51652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51653
Key:
Data
{'content': 'a maker of comedies, comic poet'}