Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνησις
κωνητικός
View word page
κωμῳδοποιητής
comic poet
ShortDef
comic poet
Debugging
Headword:
κωμῳδοποιητής
Headword (normalized):
κωμῳδοποιητής
Headword (normalized/stripped):
κωμωδοποιητης
IDX:
51650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51651
Key:
Data
{'content': 'comic poet'}