Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κωνάριον
View word page
κωμῳδικός
of comedy, comic

ShortDef

of comedy, comic

Debugging

Headword:
κωμῳδικός
Headword (normalized):
κωμῳδικός
Headword (normalized/stripped):
κωμωδικος
IDX:
51645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51646
Key:

Data

{'content': 'of comedy, comic'}