Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
View word page
κωμῳδία
a comedy
ShortDef
a comedy
Debugging
Headword:
κωμῳδία
Headword (normalized):
κωμῳδία
Headword (normalized/stripped):
κωμωδια
IDX:
51644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51645
Key:
Data
{'content': 'a comedy'}