Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
View word page
κωμῴδημα
matter for comedy
ShortDef
matter for comedy
Debugging
Headword:
κωμῴδημα
Headword (normalized):
κωμῴδημα
Headword (normalized/stripped):
κωμωδημα
IDX:
51642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51643
Key:
Data
{'content': 'matter for comedy'}