Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
View word page
κωμῳδέω
to represent in a comedy, to satirise, lampoon, libel

ShortDef

to represent in a comedy, to satirise, lampoon, libel

Debugging

Headword:
κωμῳδέω
Headword (normalized):
κωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
κωμωδεω
IDX:
51641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51642
Key:

Data

{'content': 'to represent in a comedy, to satirise, lampoon, libel'}