Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
View word page
κωμοφύλαξ
warden of a κώμη

ShortDef

warden of a κώμη

Debugging

Headword:
κωμοφύλαξ
Headword (normalized):
κωμοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
κωμοφυλαξ
IDX:
51639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51640
Key:

Data

{'content': 'warden of a κώμη'}