Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
View word page
κωμόπολις
a village-town

ShortDef

a village-town

Debugging

Headword:
κωμόπολις
Headword (normalized):
κωμόπολις
Headword (normalized/stripped):
κωμοπολις
IDX:
51637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51638
Key:

Data

{'content': 'a village-town'}