Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
View word page
κωμοπλήξ
revel-smitten
ShortDef
revel-smitten
Debugging
Headword:
κωμοπλήξ
Headword (normalized):
κωμοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
κωμοπληξ
IDX:
51636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51637
Key:
Data
{'content': 'revel-smitten'}