Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδικός
View word page
κωμόομαι
fall into lethargic sleep

ShortDef

fall into lethargic sleep

Debugging

Headword:
κωμόομαι
Headword (normalized):
κωμόομαι
Headword (normalized/stripped):
κωμοομαι
IDX:
51635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51636
Key:

Data

{'content': 'fall into lethargic sleep'}