Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
View word page
κωμομισθωτής
official of a κώμη who leases out land
ShortDef
official of a κώμη who leases out land
Debugging
Headword:
κωμομισθωτής
Headword (normalized):
κωμομισθωτής
Headword (normalized/stripped):
κωμομισθωτης
IDX:
51634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51635
Key:
Data
{'content': 'official of a κώμη who leases out land'}