Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
View word page
κωμοκάτοικος
settler in a κώμη

ShortDef

settler in a κώμη

Debugging

Headword:
κωμοκάτοικος
Headword (normalized):
κωμοκάτοικος
Headword (normalized/stripped):
κωμοκατοικος
IDX:
51633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51634
Key:

Data

{'content': 'settler in a κώμη'}