Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
View word page
κωμοδρομέω
run through villages

ShortDef

run through villages

Debugging

Headword:
κωμοδρομέω
Headword (normalized):
κωμοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
κωμοδρομεω
IDX:
51632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51633
Key:

Data

{'content': 'run through villages'}