Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
κωμῳδέω
View word page
κωμογραμματεύς
clerk of a κώμη

ShortDef

clerk of a κώμη

Debugging

Headword:
κωμογραμματεύς
Headword (normalized):
κωμογραμματεύς
Headword (normalized/stripped):
κωμογραμματευς
IDX:
51631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51632
Key:

Data

{'content': 'clerk of a κώμη'}