Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κώμυς
View word page
κωμογραμματεία
office of κωμογραμματεύς

ShortDef

office of κωμογραμματεύς

Debugging

Headword:
κωμογραμματεία
Headword (normalized):
κωμογραμματεία
Headword (normalized/stripped):
κωμογραμματεια
IDX:
51630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51631
Key:

Data

{'content': 'office of κωμογραμματεύς'}