Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
View word page
κώμιον
small village

ShortDef

small village

Debugging

Headword:
κώμιον
Headword (normalized):
κώμιον
Headword (normalized/stripped):
κωμιον
IDX:
51629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51630
Key:

Data

{'content': 'small village'}