Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
View word page
κωμικός
of or for comedy, comic

ShortDef

of or for comedy, comic

Debugging

Headword:
κωμικός
Headword (normalized):
κωμικός
Headword (normalized/stripped):
κωμικος
IDX:
51628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51629
Key:

Data

{'content': 'of or for comedy, comic'}