Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
κωμόπολις
View word page
κωμικεύομαι
speak like a comic poet

ShortDef

speak like a comic poet

Debugging

Headword:
κωμικεύομαι
Headword (normalized):
κωμικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κωμικευομαι
IDX:
51627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51628
Key:

Data

{'content': 'speak like a comic poet'}