Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
κωμοπλήξ
View word page
κωμῆτις
woman from the same village, district
ShortDef
woman from the same village, district
Debugging
Headword:
κωμῆτις
Headword (normalized):
κωμῆτις
Headword (normalized/stripped):
κωμητις
IDX:
51626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51627
Key:
Data
{'content': 'woman from the same village, district'}