Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
View word page
κωμητικός
of a κώμη
ShortDef
of a κώμη
Debugging
Headword:
κωμητικός
Headword (normalized):
κωμητικός
Headword (normalized/stripped):
κωμητικος
IDX:
51625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51626
Key:
Data
{'content': 'of a κώμη'}