Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
View word page
κωμήτης
a villager, countryman

ShortDef

a villager, countryman

Debugging

Headword:
κωμήτης
Headword (normalized):
κωμήτης
Headword (normalized/stripped):
κωμητης
IDX:
51624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51625
Key:

Data

{'content': 'a villager, countryman'}