Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
View word page
κωμηδόν
in villages
ShortDef
in villages
Debugging
Headword:
κωμηδόν
Headword (normalized):
κωμηδόν
Headword (normalized/stripped):
κωμηδον
IDX:
51623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51624
Key:
Data
{'content': 'in villages'}