Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
View word page
κώμη
country town
ShortDef
country town
Debugging
Headword:
κώμη
Headword (normalized):
κώμη
Headword (normalized/stripped):
κωμη
IDX:
51621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51622
Key:
Data
{'content': 'country town'}