Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
View word page
κωματίζομαι
to be in a state of revelling

ShortDef

to be in a state of revelling

Debugging

Headword:
κωματίζομαι
Headword (normalized):
κωματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κωματιζομαι
IDX:
51619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51620
Key:

Data

{'content': 'to be in a state of revelling'}