Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμικεύομαι
κωμικός
View word page
κωμαστικός
of a reveller
ShortDef
of a reveller
Debugging
Headword:
κωμαστικός
Headword (normalized):
κωμαστικός
Headword (normalized/stripped):
κωμαστικος
IDX:
51618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51619
Key:
Data
{'content': 'of a reveller'}