Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
View word page
κωμασμός
revelling

ShortDef

revelling

Debugging

Headword:
κωμασμός
Headword (normalized):
κωμασμός
Headword (normalized/stripped):
κωμασμος
IDX:
51615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51616
Key:

Data

{'content': 'revelling'}