Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
κωμηγέτης
View word page
κωμαρχία
office of comarch, head man of a village

ShortDef

office of comarch, head man of a village

Debugging

Headword:
κωμαρχία
Headword (normalized):
κωμαρχία
Headword (normalized/stripped):
κωμαρχια
IDX:
51612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51613
Key:

Data

{'content': 'office of comarch, head man of a village'}